γυψώδης

γυψώδης
-ες (Μ γυψώδης, -ες) [γύψος]
1. αυτός που μοιάζει με γύψο
2. αυτός που περιέχει γύψο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυψώδης — chalky masc/fem acc pl (attic epic doric) γυψώδης chalky masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γυψώδης chalky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυψώδη — γυψώδης chalky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γυψώδης chalky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γυψώδης chalky masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυψῶδες — γυψώδης chalky masc/fem voc sg γυψώδης chalky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”